- σακουλιάρης
- ο1. αυτός που κουβαλάει σακούλα.2. πληθ. σακουλιαραίοι, οι πρακτικοί γιατροί, κομπογιανίτες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σακουλιάρης — α, ικο, Ν 1. αυτός που φέρει σακούλα ή δισάκι 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι σακουλιαραίοι προσωνυμία τών πρακτικών γιατρών, τών κομπογιαννιτών, οι οποίοι ονομάστηκαν έτσι, επειδή κρατούσαν σακούλια στα οποία είχαν τα φάρμακα που χρησιμοποιούσαν.… … Dictionary of Greek